- Ξυμμάχῳ
- Συμμάχῳ , Σύμμαχοςfighting along withmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμμάχῳ — συμμάχῳ , σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… … Dictionary of Greek